Απεργίες και οικονομικές "εξωτερικότητες"

Αναδημοσίευση άρθρου από το http://www.corpusdelicti83.blogspot.gr/  

(Η Ελλάδα, μια χώρα από 11 εκατομμύρια "μικρούς δικτάτορες" που ο καθένας τους νομίζει ότι έχει μόνο δικαιώματα και ποτέ υποχρεώσεις, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα κοινωνίας όπου η συλλογική συνείδηση παραμένει πολύ μακρινό ζητούμενο.)

Όταν ο Adam Smith το 1776 μίλησε για πρώτη φορά για την ελεύθερη αγορά και για το «αόρατο χέρι» που θα έφερνε αυτόματα την ισορροπία στην οικονομία, επικαλέστηκε μια θλιβερή αλλά και πολύ απλή διαπίστωση. Δεν μπορείς να ζητήσεις από κανένα ανθρώπινο ον να δράσει για το συμφέρον του πλησίον του ή για το κοινωνικό συμφέρον. Κάθε άνθρωπος από τη φύση του θα επιδιώκει πάντα την ικανοποίηση του δικού του συμφέροντος και αυτό θα επιδιώκει σε όλες τις δραστηριότητές του, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών του συναλλαγών.
Η αγορά θα φέρνει σε επαφή τα αντικρουόμενα συμφέροντα και μέσω του μηχανισμού των τιμών θα τα οδηγεί σε μια ισορροπία, όπου η κάθε πλευρά θα έχει αποκομίσει το μέγιστο που μπορεί.
Δεδομένου ότι σε αυτή την αγορά καμιά συναλλαγή δεν είναι το αποτέλεσμα εξαναγκασμού, το μέγιστο που αποκομίζει κάθε συναλλασσόμενος απέχει ασφαλώς από τις αρχικές του επιδιώξεις, διότι περιορίζεται από την ανάγκη συμφωνίας με τον αντισυμβαλλόμενο, είναι όμως ό,τι καλύτερο μπορούσε να πετύχει. Αφήνοντας λοιπόν τα μέλη μιας κοινωνίας να αναζητούν τα ατομικά τους οφέλη και επιτρέποντας στο μηχανισμό των τιμών να λειτουργεί ανεμπόδιστα, κάθε συνάντηση συμφερόντων θα οδηγεί σε μια συμφωνία που θα είναι η καλύτερη δυνατή για όλους (βέβαια αυτό σημαίνει ότι θα είναι η πλέον αποτελεσματική, όχι απαραίτητα ότι θα είναι η πλέον δίκαιη, δεδομένου ότι η τελική κατανομή εξαρτάται από το πόσο δίκαιη ήταν η αρχική κατανομή ισχύος των μετεχόντων στις συναλλαγές). Με τον παραπάνω αφοπλιστικά απλό συλλογισμό ο Smith σήμανε επανάσταση στην οικονομική σκέψη και εγκαινίασε την κλασική σχολή των οικονομολόγων.
Στην πορεία όμως ο παραπάνω συλλογισμός συνάντησε δυσκολίες. Η εμπειρία έδειξε ότι υπάρχουν αγαθά και δραστηριότητες, των οποίων το όφελος και το κόστος δεν μπορούν εύκολα να εξατομικευτούν και να χρησιμεύσουν ως κριτήριο για την επίτευξη του κοινωνικά καλύτερου αποτελέσματος. Από τη στιγμή που κατασκευάζεται ένα πάρκο ή ένας δρόμος, είναι δύσκολο στη συνέχεια να αποκλειστεί κάποιος από τη χρησιμοποίησή του και την αποκόμιση του αντίστοιχου οφέλους, ανεξάρτητα από το αν επωμίστηκε το κόστος κατασκευής ή όχι. Έτσι όλοι έχουν κίνητρο να απέχουν από τη χρηματοδότηση και κανείς δεν αναλαμβάνει τα έξοδα κατασκευής. Παρεμβαίνει τότε το κράτος και αναλαμβάνει την κατασκευή του πάρκου ως δημοσίου αγαθού, επιμερίζοντας το κόστος στην κοινωνία μέσω της φορολογίας. Όταν μια βιομηχανία ρίχνει τα απόβλητά της στο διπλανό ποτάμι, οι κάτοικοι των περιοχών που έχουν τα σπίτια τους στις όχθες επωμίζονται το κόστος της ρύπανσης (σε όρους υποβάθμισης του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής τους), όμως η βιομηχανία δεν έχει κανένα λόγο να λάβει υπόψη το κόστος αυτό, όταν αποφασίζει το ύψος της παραγωγής της. Έτσι η βιομηχανία αποκομίζει ως όφελος τα έσοδα από τις πωλήσεις των προϊόντων της και αντιλαμβάνεται ως κόστος τα έξοδα για τις πρώτες ύλες και τις αμοιβές των εργαζομένων της, όχι όμως και την επιβάρυνση που προκαλεί στο περιβάλλον. Παρεμβαίνει λοιπόν πάλι το κράτος και αναγκάζει τη βιομηχανία να αποζημιώσει τους κατοίκους που πλήττονται ή να πληρώσει ένα πρόστιμο, προσπαθώντας έτσι να μετατρέψει το εξωτερικό κόστος της ρύπανσης σε εσωτερικό κόστος που η βιομηχανία θα υποχρεούται πια να λαμβάνει υπόψη όταν θα σχεδιάζει το ύψος της παραγωγής (αυτή η προσπάθεια εσωτερίκευσης κόστους και οφέλους είναι και η βάση στο σύστημα ανταλλαγής ρύπων που καθιέρωσε το Πρωτόκολλο του Κιότο).
Από τα παραπάνω είναι προφανές, ότι για να παίρνει ο κάθε συμμετέχων στην αγορά τις σωστές αποφάσεις, πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται το σύνολο του οφέλους και του κόστους που συνεπάγεται η κάθε του απόφαση. Αυτό όμως το συμπέρασμα δεν αφορά μόνο στην οικονομία, αφορά σε κάθε κοινωνική δραστηριότητα. Και η Ελλάδα είναι κατεξοχήν μια χώρα όπου η συμπεριφορά των ανθρώπων αποκλίνει πολλές φορές από το κοινωνικά άριστο, ακριβώς επειδή υπάρχουν στρεβλώσεις στον τρόπο με τον οποίο το όφελος και το κόστος επιμερίζονται μεταξύ των μελών της κοινωνίας.
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Σχεδόν κάθε Φλεβάρη οι αγρότες κατεβάζουν τα τρακτέρ τους και μπλοκάρουν τους δρόμους, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία χιλιάδων οδηγών, την παρεμπόδιση της ομαλής κυκλοφορίας ανθρώπων και αγαθών, την καταστροφή ευπαθών προϊόντων που δε φτάνουν έγκαιρα στις αγορές κτλ. Το κοινωνικό σύνολο υφίσταται λοιπόν ένα τεράστιο κόστος εξαιτίας της συμπεριφοράς μιας ομάδας πολιτών, που από την πλευρά της έχει εξασφαλίσει τα νώτα της, δεδομένου ότι η περίοδος των κινητοποιήσεων είναι πάντα «νεκρή» όσον αφορά στις υπαίθριες αγροτικές εργασίες. Τι θα γινόταν άραγε αν οι αγρότες υποχρεώνονταν από το νόμο να αποζημιώσουν όσους υφίστανται ζημία εξαιτίας των κινητοποιήσεών τους; (Ας παραβλέψουμε το γεγονός ότι η παρεμπόδιση της κυκλοφορίας σε δημόσιους δρόμους θα έπρεπε να προκαλεί την άμεση επέμβαση της δικαιοσύνης και ας μείνουμε στο θέμα που εξετάζουμε: τον επιμερισμό οφέλους και κόστους).
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Κάθε τόσο απεργίες και διαδηλώσεις μπλοκάρουν για ώρες ολόκληρες περιοχές της πρωτεύουσας. Μεγάλες οδικές αρτηρίες κλείνουν, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες ταλαιπωρούνται στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Και σχεδόν κάθε φορά ομάδες κουκουλοφόρων κάνουν την εμφάνισή τους (για τους οποίους οι διοργανωτές των διαδηλώσεων πάντα νίπτουν τας χείρας των) και προκαλούν εκτεταμένες καταστροφές και επεισόδια. Κτίρια υφίστανται ζημιές, αυτοκίνητα καταστρέφονται, ακόμα και ανθρώπινες ζωές κινδυνεύουν. Ο εμπορικός κόσμος πλήττεται όχι μόνο σε όρους άμεσων υλικών καταστροφών αλλά και σε όρους μελλοντικής καταναλωτικής κίνησης, καθώς οι πολίτες είναι λογικό να επιλέγουν με μεγάλη επιφύλαξη και φόβο το κέντρο της πόλης για τις αγορές τους. Δεκάδες επαγγέλματα του τουριστικού κλάδου διαπιστώνουν ξανά και ξανά ότι η Αθήνα προβάλλεται διεθνώς ως ένας επικίνδυνος και ανασφαλής προορισμός, όπου οι πορείες και τα επεισόδια είναι σχεδόν στοιχείο της καθημερινότητας. Τι θα γινόταν άραγε αν όλοι αυτοί οι αυτό-αποκαλούμενοι ειρηνικοί διαδηλωτές καλούνταν να πληρώσουν για την ταλαιπωρία και την αναστάτωση που προκαλούν; Και ποιος από αυτούς τους επίσης αυτο-αποκαλούμενους αντιεξουσιαστές θα άφηνε τα κτηνώδη του ένστικτα ελεύθερα, αν μετά καλούνταν να πληρώσει για τις καταστροφές που προκάλεσε;
Είδαμε δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα όπου η αδυναμία σωστού επιμερισμού του οφέλους και του κόστους οδηγεί σε αποτελέσματα που ασφαλώς απέχουν από το κοινωνικά άριστο. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ομάδες ανθρώπων, που απολαμβάνουν το όφελος από τις πράξεις τους χωρίς όμως να επωμίζονται ούτε κατ’ ελάχιστο το κόστος που προκαλούν. Αν μπορούσαν οι δραστηριότητες αυτές να υπαχθούν σε μια ελεύθερη αγορά, τότε θα υπήρχε μια μορφή απευθείας διαπραγμάτευσης μεταξύ των ομάδων αυτών από τη μια και των υπόλοιπων πολιτών από την άλλη (κάθε συναλλαγή στην οικονομία εμπεριέχει στοιχεία διαπραγμάτευσης, που καταλήγουν σε συμφωνία μέσω του μηχανισμού των τιμών, όπως είδαμε στην πρώτη παράγραφο). Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να φανταστεί τους αγρότες να διαπραγματεύονται με τους μπλοκαρισμένους οδηγούς ή τους αναρχικούς να διαπραγματεύονται με τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων που πυρπόλησαν. Στην υποθετική αυτή κατάσταση οι διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν σε μια αποζημίωση που θα έπρεπε να πληρώσουν οι μεν στους δε, προκειμένου να υπάρξει ισορροπία συμφερόντων. Και το πιθανότερο είναι ότι η αποζημίωση θα ήταν τέτοια που θα έκανε τους αγρότες να αναζητήσουν άλλους τρόπους να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους, τους απεργούς να προβληματιστούν για το αν τους συμφέρει να διαδηλώνουν μέρα παρά μέρα και τους αναρχικούς να υιοθετήσουν άλλες, λιγότερο δαπανηρές, ιδεολογίες. Επειδή όμως τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις απαιτούν μεγάλη δόση φαντασίας και σουρεαλισμού, είναι το κράτος αυτό που θα έπρεπε να παρεμβαίνει και να επιβάλλει την καταβολή της αποζημίωσης.
Να λοιπόν που μια πολύ απλή – και μάλλον παρεξηγημένη – αρχή των οικονομικών, η σύγκριση κόστους-οφέλους ως μηχανισμού λήψης των καλύτερων δυνατών αποφάσεων, έχει σαφή εφαρμογή σε κοινωνικές παθογένειες που πλήττουν την Ελλάδα εδώ και αρκετά χρόνια. Αν υπήρχε η δυνατότητα – είτε εκ των πραγμάτων είτε εκ του νόμου – για πλήρη εξατομίκευση κόστους και οφέλους και αν ο καθένας καλούνταν να πληρώσει (με την ευρεία έννοια της λέξης) το κόστος που προκαλούν οι αποφάσεις του, τότε η κοινωνική μας συμπεριφορά θα ήταν σε πολλούς τομείς πλησιέστερη στο συλλογικά επιθυμητό αποτέλεσμα. Και αυτό χωρίς να γίνει καμία επίκληση στην κοινωνική μας συνείδηση και στην καλή μας την καρδιά, αλλά μόνο με ψυχρό υπολογισμό του ατομικού συμφέροντος. Μάλιστα όσο πιο μακριά είναι οι πολίτες μιας κοινωνίας από τη συνειδητοποίηση του συλλογικού τους καθήκοντος, τόσο πιο ισχυροί πρέπει να είναι οι μηχανισμοί που θα μετατρέπουν τα κοινωνικά αποτελέσματα των πράξεων (αυτό που στην οικονομία ονομάζουμε «εξωτερικότητες») σε ατομικές επιβραβεύσεις ή επιβαρύνσεις. Και δυστυχώς η Ελλάδα, μια χώρα από 11 εκατομμύρια μικρούς δικτάτορες που ο καθένας τους νομίζει ότι έχει μόνο δικαιώματα και ποτέ υποχρεώσεις, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα κοινωνίας όπου η συλλογική συνείδηση παραμένει πολύ μακρινό ζητούμενο.